- ασυνόρευτος
- -η, -οαυτός που δε συνορεύει, δεν έχει κοινά σύνορα με κάποιον άλλο: Η χώρα μας είναι ασυνόρευτη με τη Ρουμανία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασυνόρευτος — η, ο (για κτήμα ή τόπο) που δεν έχει κοινά σύνορα με κάποιον άλλον … Dictionary of Greek